AMERICAN-HELLENIC SCΗΟΟLE
OF MINNESOTA U.S.A.
ΕΚΘΕΣΗ
Μαθήτρια: Καλλιόπη Παπαλιάγκος
ΘΕΜΑ: Οι καλοκαιρινές μου διακοπές
Φέτος το καλοκαίρι ο πατέρας μου πραγματοποίησε την υπόσχεσή του να πάμε ταξίδι οικογενειακώς στην Πατρίδα του την Ελλάδα μαζί με την μαμά μου και τον μικρό μου αδερφό, που τον λέω βλαμμένο γιατί όλο με πειράζει. Ο πατέρας μου έφυγε από εκεί όταν ήταν 14 χρονών και τώρα είναι 45 και θα ήταν η πρώτη φορά που θα πήγαινε εκεί και ήταν πολύ χαρούμενος. Διάλεξε να πάμε με πλοίο και να κάνουμε κρουαζιέρα. Φύγαμε από το λιμάνι της Ν.Υόρκης αλλά το καράβι έκανε πολλές ημέρες μέχρι να φτάσει στην Ελλάδα και χάλασαν τα κεφτεδάκια που μας έδωσε στο τάπερ η γιαγιά Καλλιόπη και βρωμίσανε αλλά εμείς τα φάγαμε γιατί ο μπαμπάς λέει πάντα πως "είναι αμαρτία να πετάς φαγητό". Αυτά τα χαζά ακούει ο βλάκας ο αδερφός μου και όχι μόνο δεν πετάει φαγητό αλλά τρώει και τα πεταμένα που βρίσκει για να μην αμαρτάνουν αυτοί που τα πετάξαν.
Όταν φτάσαμε στο Αιγαίο Πέλαγος και σε λίγο θα φτάναμε στον Πειραιά πέρασε από δίπλα μας ένα μεγάλο πολεμικό πλοίο με κόκκινη σημαία με ένα φεγγάρι και με ένα άστρο και εγώ ρώτησα τον μπαμπά αν αυτή είναι η ελληνική σημαία κι αυτός μου είπε πως μάλλον θα έχασε το δρόμο του γιατί αποκλείεται να περνά τόσο κοντά από την Αθήνα ένα τούρκικο πολεμικό πλοίο. Μάλιστα περάσαμε από πολύ κοντά γιατί είδαμε τον πλοίαρχο να κουνά αριστερά-δεξιά το μεσαίο του δάχτυλο. Νομίζω πως έτσι χαιρετούν οι Τούρκοι τους Έλληνες.
Όταν φτάσαμε στο λιμάνι ο πατέρας μου έκλαιγε. Δεν ξέρω αν έκλαιγε γιατί φτάσαμε στην Ελλάδα ή γιατί θυμήθηκε πως ξέχασε την μαμά στην Αμερική. Καλύτερα γιατί δεν θα άντεχα τις φωνές της στις διακοπές μου. Μόλις φτάσαμε έμεινα με ανοιχτό το στόμα από την υποδοχή. Ήταν μαζεμένοι πολλοί στο λιμάνι με κάτι καδρόνια και κόκκινες σημαίες και φώναζαν και δεν μας άφηναν να κατεβούμε. Τόσο πολύ ήτανε χαρούμενοι που φτάσαμε και θέλανε να μας κοιτάνε ώρες και να μας έχουνε κοντά τους. Μετά ήρθανε κάποιοι με μπλέ στολές και τους απομάκρυναν και οι οποίοι πρέπει να είχαν δολοφονήσει κάποια γουρούνια με μπάτσες γιατί οι καλοί άνθρωποι που μας υποδέχτηκαν τους φωνάζανε "Μπάτσοι-γουρούνια-δολοφόνοι".
Μετά από πολλές ώρες κατεβήκαμε και μπήκαμε σε ένα ταξί και ο μπαμπάς μου πλήρωσε 345 ευρώ για την διαδρομή και είπε πως ήταν κλέφτης ο ταξιτζής αλλά εγώ τον κοιτούσα όλη την ώρα και τα χέρια του τα είχε στο τιμόνι οπότε δεν μπορούσε να μας είχε κλέψει.
Φτάσαμε σε μιά κεντρική πλατεία και τότε κατάλαβα πως πρέπει να είχαμε πάρει λάθος καράβι γιατί είχε πολλούς μαύρους-κίτρινους-μπλέ και κανένας δεν ήξερε ούτε λέξη ελληνικά. Ευτυχώς μετά από μισή ώρα βρήκαμε έναν που μιλούσε ελληνικά και μας είπε πως σωστά ήρθαμε, προς το παρόν. Εδώ νόμιζα πως ήταν Χριστιανοί όλοι αλλά έχει πιό πολλούς μουσουλμάνους και κάποιους άλλους που πιστεύουν σε μιά Θρησκεία που λέγεται Ολυμπιακός και μαλώνανε συνέχεια με κάτι άλλους από μιά άλλη θρησκεία που λεγόταν Παναθηναϊκός.
Μάλιστα ήταν τόσο θρήσκοι που όπου και να πήγαμε μιλούσαν μόνο για αυτές. Οι ναοί αυτής της Θρησκείας είναι πολύ ωραίοι γιατί μέσα έχουν τραπεζάκια που πίνεις καφέ και μπύρες και είναι συνέχεια γεμάτα από κόσμο και λένε κάτι προσευχές "ού ρε ξεφτίλα λάϊτσμαν, κωλοδιαιτητή, πουλημένοι" και τέτοια. Καθίσαμε να πιούμε μιά πορτοκαλάδα σε έναν τέτοιον Ναό και ο αδερφός μου πήγε να δεί τηλεόραση και μας έκανε ρεζίλι γιατί έβλεπε συνέχεια στα κανάλια γυμνές και κουνιστούς άντρες μέρα μεσημέρι. Ο μπαμπάς είπε στον κύριο να βάλει κάτι άλλο στα κανάλια και αυτός έβαλε μιά άλλη εκπομπή που είχε πολλούς κύριους με γραβάτα σε παραθυράκια και όλοι μαζί φωνάζανε και δεν καταλαβαίναμε τί έλεγαν αλλά είχε πλάκα γιατί όλοι μαζί οι θρήσκοι τους μουτζώνανε και έλαγαν "πάρτα μαλάκα". Πρέπει όλοι να ήτανε αδέρφια γιατί όλους τους λέγανε Μαλάκες. Μετά φύγαμε και είπε ο μπαμπάς να πάρουμε το τραίνο για να πάμε στην Ξάνθη στην πατρίδα του αλλά πρέπει να έβγαλε λάθος εισιτήρια γιατί ταξιδέψαμε μετά από 22 ώρες από την ώρα που του είπε ο Σταθμάρχης.
Σε εκείνο το τραίνο που ανεβήκαμε πρέπει να γυρίζανε κάποια ταινία παλιάς εποχής γιατί όλα ήταν πάρα πολύ παλιά σαν να ήταν αληθινά και οι κομπάρσοι πάρα πολύ καλοί γιατί έμοιαζαν με αληθινούς και βρωμούσαν. Στο δρόμο πρέπει να είχε γίνει κάποιο ατύχημα με κάποιο τραίνο που μετέφερε σκουπίδια και πρέπει να άνοιξε το κάλυμμα από πάνω και να γέμισε σκουπίδια δεξιά-αριστερά γιατί όλη η διαδρομή είχε πολλά σκουπίδια από αυτά που μετέφερε. Ευτυχώς που δεν πήγαμε με αυτοκίνητο γιατί κάποιοι άλλοι που πήγαν από τον δρόμο ξανασυνάντησαν εκείνους τους καλούς κυρίους που μας είχαν υποδεχθεί στο λιμάνι και κλέισανε τον δρόμο και δεν τους αφήναν να περάσουν γιατί θέλανε να τους χορτάσουν. Όταν φτάσαμε στην Θεσ/νίκη τύχαμε πάνω σε έναν κύριο που έλεγε πως ήταν Νομάρχης αλλά εγώ ήμουν σίγουρη πως ήταν ο Ζορό γιατί τον είχα δει σε ένα περιοδικό με την στολή του Ζορό. Μετά πετύχαμε έναν που έμοιζε με σουρωμένος και μιλούσε σε πολύ κόσμο αλλά πρέπει να έλεγε βλακείες. Άλλωστε είχε και αστείο όνομα που είχε σχέση με Μπούτια (Μπουταράς, Μπουταριάρης, δεν θυμάμαι)
Μετά είπαμε να μείνουμε για το βράδυ σε ξενοδοχείο κοντά στην παραλία αλλά από την βρώμα της θάλασσας ο αδερφός μου έκανε συνέχεια εμετό και τον πήγαμε στο νοσοκομείο αλλά εκεί δεν ήταν καμμιά νοσοκόμα στην υποδοχή γιατί μας είπανε πως την ώρα που πήγαμε είχε στην τηλεόραση τον Ονούρ. Δεν τον ξέρω αλλά θα πρέπει να είναι πολύ σπουδαίος και να κατάγεται από αρχοντική γενιά. Ο μπαμπάς μου επέμενε να έρθει κάποιος για τον αδερφό μου και μετά από μισή ώρα ήρθε μιά χοντρή νοσοκόμα η οποία πρέπει να είχε μαλώσει μικρή με τον μπαμπά μου, πριν φύγει για Αμερική, γιατί όταν ήρθε ήταν πολύ νευριασμένη που τον είδε. Όσην ώρα περιμέναμε τον αδερφό μου ήρθε και ένας άλλος κύριος που μιλούσε σπαστά ελληνικά και του πιάσαμε συζήτηση και τον ρωτήσαμε "από πού είναι" και μας απάντησε " από την Μακεδονία" και ο μπαμπάς μου του είπε " ά από δώ δηλαδή" κι αυτός είπε "όχι από εδώ, από την Μακεδονία" και τον ξαναείπε ο μπαμπάς μου πως δεν καταλαβαίνει και τότε εκείνος του πάτησε μιά μπουνιά στο μάτι. Μάλλον και με αυτόν είχε προηγούμενα από παλιά. Ήρθαν τότε από την Σεκιούριτι του Νοσοκομείου και μαλώσαν τον μπαμπά μου και τον είπαν πως αναμοχλεύει εθνικιστικά πάθη και ο μπαμπάς μου τους κοιτούσε με απορία έτσι όπως κοιτάει την μαμά όταν τον μαλώνει για κάτι που δεν ξέρει. Τέλοσπάντων το πρωί φύγαμε και όταν γυρίσαμε στο Ξενοδοχείο μας είχαν κλέψει όλα τα υπάρχοντα. όταν ρωτήσαμε τον Ξενοδόχο μας είπε πως αυτές είναι οι παράπλευρες απώλειες του πολυπολιτισμού και ο μπαμπάς μου τον ξανακοίταξε με αυτήν την απορία. Μετά ο μπαμπάς μου είπε να κάνουμε ωτοστόπ και όταν φτάσουμε στην Ξάνθη εκεί θα δανειστούμε λεφτά από τους συγγενείς μας γιατί θυμήθηκε πως ένας ξάδερφός του τον είχε πεί από το τηλέφωνο πέρυσι στις 4 Οκτωμβρίου πως "λεφτά υπάρχουν. Λεφτά υπάρχουν. Εκατοντάδες δισεκατομμύρια, τρισεκατομμύρια" και έτσι θα πηγαίναμε να τον βρούμε. Σταμάτησε και μας πήρε ένας παππούς με φορτηγό που πίσω είχε και έναν κύριο που φορούσε μιά μπλούζα με ένα λύκο να ουρλιάζει και βρωμούσε παστουρμά. Μας χαιρέτησε και αυτός κουνώντας δεξιά-αριστερά το μεσαίο δάχτυλο.Πρέπει να είχε Μπιτς Μπάρ με θαλάσσια σπόρ γιατί όταν τον ρωτήσαμε πού πάει μας είπε "στην Δυτική Θράκη εκεί που υπάρχουν ομοεθνείς μου τούρκοι και σύντομα θα σας πετάξουμε στην θάλασσα". Εγώ πολύ χάρηκα που θα κάναμε θαλάσσια σπορ αλλά ο μπαμπάς μου ξανακοιτούσε με απορία. Μάλλον θα τον πείραξε η μπουνιά που έφαγε από εκείνον που μιά έλεγε πως ήταν από την Μακεδονία και μιά έλεγε πως δεν ήταν από την Μακεδονία. Όταν φτάσαμε στην Ξάνθη νυστάζαμε, πεινούσαμε και ήμασταν άφραγκοι. Εκεί μας πλησίασε ένας καλοντυμένος χουβαρντάς που έκανε μιά πολύ καλή πράξη.Μας έδωσε από ένα πενηντάρικο και μας είπε "πάρε ρε Χασάν αυτά τα λεφτά και ψήφισέ με, πες και τον υπόλοιπο μαχαλά να με ψηφίσει" γιατί μάλλον μας μπέρδεψε με κάποιους άλλους και τότε ο μπαμπάς μου άρχισε να κλαίει και να ουρλιάζει. Δεν ξέρω αν το έκανε από την χαρά του, από την συγκίνηση που έφτασε ή επειδή ταλαιπωρήθηκε λίγο. Με τα λεφτά φάγαμε κάτι και πήγαμε να βρούμε τον ξάδερφό του αλλά μόλις φτάσαμε στο σπίτι του είδαμε πως το είχε πουλήσει σε κάποιον άλλον γιατί είχε χρέη. Μάλλον τα λεφτά που υπήρχαν τα έφαγε μέσα σε ένα χρόνο. Ο μπαμπάς μου άρχισε να παραμιλάει και όποιον συναντούσε τον φώναζε ή Δεσπότη ή Παναγιώτη. Μάλλον κάποιον παλιό του φίλο έψαχνε. Μετά μας έπιασαν κάποιοι που μοιάζαν με αυτούς που είχαν δολοφονήσει τα γουρούνια με μπάτσες και μας στοιβάξαν μαζί με εκατοντάδες άλλους μαύρους και μας έδωσαν ένα χαρτάκι που έλεγε να φύγουμε από την Ελλάδα μέσα σε έναν μήνα και μας κατέβασαν στην Αθήνα. Εγώ χάρηκα πολύ γιατί ο μπαμπάς είπε πως θα καθόμασταν 10 μέρες στην Ελλάδα αλλά αυτοί μας είπαν πως και έναν μήνα μπορούμε να κάτσουμε. Όταν φτάσαμε στην Αθήνα ήρθαν κάτι μυστήριοι κύριοι που μας έλεγαν να κάνουμε μήνυση στην ελληνική κυβέρνηση για τις ρατσιστικές μεθόδους που ακολουθούν και ήρθαν και δημοσιογράφοι και μας ρωτούσαν πράγματα αλλά ο μπαμπάς μου δεν μπορούσε να μιλήσει καλά και αυτοί είπαν πως κακοποιήθηκε από το σοβινιστικό Κράτος και πως θα μας βοηθήσουν αλλά μόλις έσβησαν τις κάμερες φύγανε χωρίς να το πάρουμε είδηση και μας παρατήσαν. Τελικά μας έσωσε η μαμά μου που ήρθε με το άλλο καράβι και αφού επί 24 ώρες έβριζε τον μπαμπά μου και τον φώναζε μας πήρε πίσω στην Αμερική. Μου άρεσαν πολύ οι καλοκαιρινές μου διακοπές στην Ελλάδα.Ούτως ή άλλως θα ερχόμαστε πιό συχνά γιατί τον μπαμπά τον κλείσαν σε ένα ίδρυμα που λέγεται "Δαφνί" και είναι πολύ χαρούμενος γιατί συνέχεια κρέμεται από δέντρο σε δέντρο.
Ζήτω η Ελλάς!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου